κατευθυντήρας

κατευθυντήρας
ο (Α κατευθυντήρ, -ῆρος) [κατευθύνω]
αυτός που κατευθύνει, που προσδιορίζει την πορεία, την κατεύθυνση ενός κινητού αντικειμένου
νεοελλ.
φρ. «κατευθυντήρας βολής» — μηχανισμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η ταυτόχρονη σκόπευση και πυροδότηση πολλών πυροβόλων τού ίδιου διαμετρήματος ενός πλοίου από έναν και μόνο σκοπευτή
αρχ.
αυτός που κάνει κάτι ευθύ, που διορθώνει, που επανορθώνει κάτι («κατευθυντὴρ τῶν ἁμαρτιῶν», Κλήμ. Αλεξ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”